Ο Γιώργος Λιάνης έγραψε για τον Βασίλη Τσιτσάνη αξιοποιώντας καταγεγραμμένα στοιχεία 40 χρόνων και πολλές συνεντεύξεις που είχε
πάρει από τον κορυφαίο μουσικοσυνθέτη, μέχρι το 1984 που απεβίωσε. Το υλικό κυκλοφόρησε
στο βιβλίο «Τσιτσάνης αιώνιος καλπασμός»
(εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη), και είναι γραμμένο με διαφορετικό τρόπο από τις έως
βιβλιογραφίες για τον Τσιτσάνη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης τον αποκάλεσε «υμνωδό των βασάνων του λαού μας», σε μια συναυλία που οργάνωσε προς τιμή του Βασίλη Τσιτσάνη στον Κοκκινόβραχο της Νίκαιας το 1983, όπου επίσης είχε δηλώσει πως θα ήταν μεγάλη τιμή να τον θεωρήσει ο Τσιτσάνης «μαθητή του!»
Γράφει ο Λιάνης: «Για μένα, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης, ανώτερος του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, οι οποίοι πάτησαν πάνω στο έργο του συνθέτη και καταξιώθηκαν», δήλωσε στην παρουσίαση του βιβλίου ο συγγραφέας, σε μια εκδήλωση που εξελίχθηκε σε γιορτή για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Άρχισε με λόγους και στο φινάλε της ο Χρήστος Νικολόπουλος που επίσης διδάχθηκε πολλά από τον Β. Τσιτσάνη, έπιασε το μπουζούκι και παρέα με τις Χαρούλα Λαμπράκη, Ελένη Γεράλδη, Λιζέττα Νικολάου - όλες κάθισαν στο πάλκο δίπλα στον αείμνηστο δημιουργό – τραγούδησαν χωρίς μικρόφωνο την «Συννεφιασμένη Κυριακή», σαν να λέμε τον εθνικό ύμνο του λαϊκού τραγουδιού μας, που έγραψε ο Τσιτσάνης με την Ελλάδα στο μυαλό του.
Και συνεχίζει ο Λιάνης: «Ένα τραγούδι μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου. Εμένα μου την άλλαξε όχι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, αλλά το Μέρα Μαγιού (του Μ. Θεοδωράκη) με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αυτό με έκανε να πω στη μάνα μου τέρμα οι σπουδές στο Αριστοτέλειο, πάω στην Αθήνα να γράψω!».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915. Ήταν το όγδοο από τα δεκατέσσερα παιδιά. Επέζησαν τα τέσσερα και πήρε το όνομα του πρωτότοκου που πέθανε. Ήταν γιος ξακουστού τσαρουχά της εποχής από τα Γιάννενα, τα οποία προτιμούσε ακόμη και η ανακτορική φρουρά στην Αθήνα ! Άρχισε να παίζει μαντόλα από 10 χρόνια και μετά πήρε ένα βιολί. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση ήταν ένα σπαρακτικό σόλο στο μπουζούκι με το οποίο αποχαιρέτησε ένα συμμαθητή του, στην κηδεία, σε ηλικία 16 ετών!
Το πρώτο τραγούδι που έγραψε ήταν το «Σ' ένα τεκέ σκαρώσανε», το 1936 και γραμμοφώνησε στην Odeon. Στην Αθήνα πήγε 18 ετών έχοντας γράψει ήδη 40 αριστουργήματα, όπως το «Πέριξ» έχοντας γνωρίσει την πλάτη της Τρικαλινής αριστοκρατίας. Το 1938 έγραψε την περίφημη «Αρχόντισσα» στο Πειθαρχείο της Θεσσαλονίκης, την πόλη όπου έμεινε και δημιούργησε καθ' όλη τη διάρκεια της κατοχής. Αργότερα έγραψε το θρυλικό τραγούδι «Κάποια Μάνα Αναστενάζει» με επίκεντρο την μάνα και τον πόνο της, χωρίς πολιτική θέση και δημιούργησε ουρές στη Αθήνα να ακούσει το ενωτικό αυτό τραγούδι, από την Ομόνοια ως την Κολούμπια. Συνολικά έγραψε 570 τραγούδια.
Φορούσε τσουράπια, αντί παπούτσια, για να ξεκουράζει τα πόδια του από το πάλκο κι έπαιζε τάβλι μέχρι τα χαράματα για να ξεκουραστεί ! Μόλις ξημέρωνε πήγαινε να ηχογραφήσει και το βράδυ στο κέντρο να παίξει...!. Κάποια στιγμή αρρώστησε από σάκχαρο και 50 χρόνια δεν ξανακάπνισε... Αυτές είναι μερικές από τις άγνωστες ή λιγότερες γνωστές πληροφορίες του «Αιώνιου Καλπασμού».
«Από το 1936 έως το 1983, 15.000 νύχτες που ιερούργησε ο Τσιτσάνης μέσα στη νύχτα. Ο μόνος καθώς οι περισσότεροι από τη γενιά άρχισαν να εξαφανίζονται από τη δεκαετία του '50 και μετά. Η Μαρίκα Νίνου και ο Στράτος Παγιουμτζής ήταν οι αγαπημένοι του Τσιτσάνη και το μέτρο σύγκρισής του για όλες τις τραγουδίστριες και τους τραγουδιστές που ερμήνευαν τραγούδια του», είπε στην εκδήλωση μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος - ερευνητής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού Δημήτρης Ν. Μανιάτης και συμπλήρωσε ότι ο Τσιτσάνης έλεγε εύστοχα ότι «το τραγούδι πρέπει να έχει τον απόηχο πολλών τραγουδιών», αυτή ήταν η άποψη του για τον τραγούδι. Και πόσο δίκιο είχε, αλλά αυτό ήταν και μια μυστική ίσως συνταγή για τον μεγάλου Τσιτσάνη στην πορεία του.
«Τα τραγούδια του είναι αντιδουλικά και ελεύθερα», υπογράμμισε ο Γιώργος Λιάνης υπενθυμίζοντας ότι ο Τσιτσάνης έβγαλε την πρώτη γυναίκα από το πατάρι στο πάλκο και αυτή ήταν η Σωτηρία Μπέλλου, άλλη μεγάλη αδυναμία του.
Παρόντες ήταν η κόρη του Τσιτσάνη Βικτωρία, ο γιός του Κώστας και η εγγονή του Ζωή Τσαβλίρη.
Ανάμεσα στο κοινό ήταν αγαπημένοι φίλοι του Λιάνη απ' όλες τις πλευρές του, τόσο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας – η θρυλική τριπλέτα των Ρεπορτέρς: Δημαράς, Χαρδαβέλλας – Λιάνης – και φυσικά του ποδοσφαίρου που λατρεύει όπως ο Γιώργος Σκρέκης (οι Πανιώνιοι προηγούνται), Κώστας Νεστορίδης, Μίμης Δομάζος και άλλοι. Ο Τσιτσάνης υποστήριζε τη Λάρισα και στα κέντρα που τραγουδούσε παρευρίσκονταν γνωστοί αθλητές και καλλιτέχνες ενώ ήταν μέγας λάτρης του ωραίου φύλου και αφιέρωσε στις γυναίκες περί τα 500 τραγούδια!
Ο Μίκης Θεοδωράκης τον αποκάλεσε «υμνωδό των βασάνων του λαού μας», σε μια συναυλία που οργάνωσε προς τιμή του Βασίλη Τσιτσάνη στον Κοκκινόβραχο της Νίκαιας το 1983, όπου επίσης είχε δηλώσει πως θα ήταν μεγάλη τιμή να τον θεωρήσει ο Τσιτσάνης «μαθητή του!»
Γράφει ο Λιάνης: «Για μένα, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης, ανώτερος του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι, οι οποίοι πάτησαν πάνω στο έργο του συνθέτη και καταξιώθηκαν», δήλωσε στην παρουσίαση του βιβλίου ο συγγραφέας, σε μια εκδήλωση που εξελίχθηκε σε γιορτή για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Άρχισε με λόγους και στο φινάλε της ο Χρήστος Νικολόπουλος που επίσης διδάχθηκε πολλά από τον Β. Τσιτσάνη, έπιασε το μπουζούκι και παρέα με τις Χαρούλα Λαμπράκη, Ελένη Γεράλδη, Λιζέττα Νικολάου - όλες κάθισαν στο πάλκο δίπλα στον αείμνηστο δημιουργό – τραγούδησαν χωρίς μικρόφωνο την «Συννεφιασμένη Κυριακή», σαν να λέμε τον εθνικό ύμνο του λαϊκού τραγουδιού μας, που έγραψε ο Τσιτσάνης με την Ελλάδα στο μυαλό του.
Και συνεχίζει ο Λιάνης: «Ένα τραγούδι μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου. Εμένα μου την άλλαξε όχι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, αλλά το Μέρα Μαγιού (του Μ. Θεοδωράκη) με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αυτό με έκανε να πω στη μάνα μου τέρμα οι σπουδές στο Αριστοτέλειο, πάω στην Αθήνα να γράψω!».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915. Ήταν το όγδοο από τα δεκατέσσερα παιδιά. Επέζησαν τα τέσσερα και πήρε το όνομα του πρωτότοκου που πέθανε. Ήταν γιος ξακουστού τσαρουχά της εποχής από τα Γιάννενα, τα οποία προτιμούσε ακόμη και η ανακτορική φρουρά στην Αθήνα ! Άρχισε να παίζει μαντόλα από 10 χρόνια και μετά πήρε ένα βιολί. Η πρώτη του δημόσια εμφάνιση ήταν ένα σπαρακτικό σόλο στο μπουζούκι με το οποίο αποχαιρέτησε ένα συμμαθητή του, στην κηδεία, σε ηλικία 16 ετών!
Το πρώτο τραγούδι που έγραψε ήταν το «Σ' ένα τεκέ σκαρώσανε», το 1936 και γραμμοφώνησε στην Odeon. Στην Αθήνα πήγε 18 ετών έχοντας γράψει ήδη 40 αριστουργήματα, όπως το «Πέριξ» έχοντας γνωρίσει την πλάτη της Τρικαλινής αριστοκρατίας. Το 1938 έγραψε την περίφημη «Αρχόντισσα» στο Πειθαρχείο της Θεσσαλονίκης, την πόλη όπου έμεινε και δημιούργησε καθ' όλη τη διάρκεια της κατοχής. Αργότερα έγραψε το θρυλικό τραγούδι «Κάποια Μάνα Αναστενάζει» με επίκεντρο την μάνα και τον πόνο της, χωρίς πολιτική θέση και δημιούργησε ουρές στη Αθήνα να ακούσει το ενωτικό αυτό τραγούδι, από την Ομόνοια ως την Κολούμπια. Συνολικά έγραψε 570 τραγούδια.
Φορούσε τσουράπια, αντί παπούτσια, για να ξεκουράζει τα πόδια του από το πάλκο κι έπαιζε τάβλι μέχρι τα χαράματα για να ξεκουραστεί ! Μόλις ξημέρωνε πήγαινε να ηχογραφήσει και το βράδυ στο κέντρο να παίξει...!. Κάποια στιγμή αρρώστησε από σάκχαρο και 50 χρόνια δεν ξανακάπνισε... Αυτές είναι μερικές από τις άγνωστες ή λιγότερες γνωστές πληροφορίες του «Αιώνιου Καλπασμού».
«Από το 1936 έως το 1983, 15.000 νύχτες που ιερούργησε ο Τσιτσάνης μέσα στη νύχτα. Ο μόνος καθώς οι περισσότεροι από τη γενιά άρχισαν να εξαφανίζονται από τη δεκαετία του '50 και μετά. Η Μαρίκα Νίνου και ο Στράτος Παγιουμτζής ήταν οι αγαπημένοι του Τσιτσάνη και το μέτρο σύγκρισής του για όλες τις τραγουδίστριες και τους τραγουδιστές που ερμήνευαν τραγούδια του», είπε στην εκδήλωση μεταξύ άλλων ο δημοσιογράφος - ερευνητής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού Δημήτρης Ν. Μανιάτης και συμπλήρωσε ότι ο Τσιτσάνης έλεγε εύστοχα ότι «το τραγούδι πρέπει να έχει τον απόηχο πολλών τραγουδιών», αυτή ήταν η άποψη του για τον τραγούδι. Και πόσο δίκιο είχε, αλλά αυτό ήταν και μια μυστική ίσως συνταγή για τον μεγάλου Τσιτσάνη στην πορεία του.
«Τα τραγούδια του είναι αντιδουλικά και ελεύθερα», υπογράμμισε ο Γιώργος Λιάνης υπενθυμίζοντας ότι ο Τσιτσάνης έβγαλε την πρώτη γυναίκα από το πατάρι στο πάλκο και αυτή ήταν η Σωτηρία Μπέλλου, άλλη μεγάλη αδυναμία του.
Παρόντες ήταν η κόρη του Τσιτσάνη Βικτωρία, ο γιός του Κώστας και η εγγονή του Ζωή Τσαβλίρη.
Ανάμεσα στο κοινό ήταν αγαπημένοι φίλοι του Λιάνη απ' όλες τις πλευρές του, τόσο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας – η θρυλική τριπλέτα των Ρεπορτέρς: Δημαράς, Χαρδαβέλλας – Λιάνης – και φυσικά του ποδοσφαίρου που λατρεύει όπως ο Γιώργος Σκρέκης (οι Πανιώνιοι προηγούνται), Κώστας Νεστορίδης, Μίμης Δομάζος και άλλοι. Ο Τσιτσάνης υποστήριζε τη Λάρισα και στα κέντρα που τραγουδούσε παρευρίσκονταν γνωστοί αθλητές και καλλιτέχνες ενώ ήταν μέγας λάτρης του ωραίου φύλου και αφιέρωσε στις γυναίκες περί τα 500 τραγούδια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου